προπύργιος

προπύργιος
-α, -ο / προπύργιος, -ον, ΝΜ
1. αυτός που βρίσκεται μπροστά από πύργο για να τόν προστατεύει
2. οχυρωμένος με πύργους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + πύργος + επίθημα -ιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προπύργιο — το / προπύργιον, ΝΜΑ μικρός πύργος ο οποίος βρίσκεται μπροστά και πριν από άλλους μεγαλύτερους, προχωρημένο οχύρωμα, προτείχισμα, προμαχώνας νεοελλ. 1. συνεκδ. ασφαλής, οχυρή θέση 2. καθετί που παρέχει προστασία και ασφάλεια («το Βυζάντιο υπήρξε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”